- ενετίησι(ν)
- [Μ ἐνετίῃσι(ν)]επίρρ. (συνήθ. σε προμετωπίδες βιβλίων που έχουν εκδοθεί στη Βενετία) στη Βενετία, εν Ενετία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατά το πρότυπο τού επίρρ. Αθήνησι(ν) και μαρτυρείται από το 1486 στον Λεόνικο Κρήτα].
Dictionary of Greek. 2013.